Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

έφτασε το μαχαίρι στο

  • 1 Έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο

    Έφτασε το μαχαίρι ( ο κόμπος) στο κόκαλο ( στο χτένι)
    Нашла коса на камень
    Дальше ехать некуда
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο

  • 2 Έφτασε ο κόμπος στο χτένι

    Έφτασε το μαχαίρι ( ο κόμπος) στο κόκαλο ( στο χτένι)
    Нашла коса на камень
    Дальше ехать некуда
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έφτασε ο κόμπος στο χτένι

  • 3 μαχαίρι

    το нож; кинжал;

    τραβώ ( — или βγάζω) το μαχαίρι — выхватывать нож;

    § είμαι στα μαχαίρια — быть на ножах (с кем-л.);

    τοδβαλε το μαχαίρι στο λαιμό — он пристал к нему с ножом к горлу;

    όσοι φορούν μαχαίρι δεν είν' όλοι μαγέροι — посл, ≈ — внешний вид обманчив; — не всякий, кто на коне, князь;

    εφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο — дальше ехать некуда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαχαίρι

  • 4 φτάνω

    (αόρ. έφτασα) 1. αμετ.
    1) добираться; приходить; прибывать; приезжать;

    φτάνω μέχρι της κορυφής — добраться до вершины;

    έφτασαν νέα εμπορεύματα прибыли новые товары;
    έφτασα! иду!, сейчас!, сию минуту!; я здесь!, вот я!; 2) перен. приходить, наступать (о времени);

    φτάνει ο χειμώνας — наступает зима;

    έφτασε η στερνή του ώρα настал его последний час;
    έφτασε η ώρα των λογαριασμών настал час расплаты; 3) дойти до..., достичь (какого-л. места, момента, состояния и т. п.);

    αυτός μού φτάνει ως τόν.ώμο — он мне по плечо;

    τό μονοπάτι φτάνει ως την κορφή τού,βουνού — тропинка доходит до вершины горы;

    η φήμη του έφτασε ακόμη και στο Παρίσι слева о нём дошла до Парижа;

    όσο φτάνει το μάτι — насколько видит глаз;

    φτάνω στα — икра дойти до крайности, до крайней точки;

    τό πράγμα έφτασε στο απροχώρητο дело зашло в тупик;

    φτάνω στο άκρον άωτον — дальше ехать некуда;

    φτάνω σε απόγνωση — доходить до отчаяния;

    4) достигать, добиваться -(чего-л.);

    φτάν στο σκοπό μου — добиться своей цели;

    5) перен. доходить, достигать (до чьего-л. слуха и т. п.);
    αυτό δεν έφτασε ως τ' αυτιά μου я итого не слышал;

    ως εκεί φτάνει το μυαλό μου — это я ещё могу понять;

    τό μυαλό μου δεν φτάνει ως εκεί — это выше моего понимания;

    6) быть достаточным, хватать;

    φτάνει και περισσεύει — более чем достаточно;

    δέκα δραχμές μού φτάνουν — десять драхм мне хватит;

    αυτό με ( — или μού) φτάνει — с меня довольно;

    φτάνουν πιά τα πείσματα — довольно упрямиться;

    σα να μη μας έφταναν όλα τ' άλλα! только этого нам не хватало!;
    7) απρόσ. достаточно, хватит, довольно;

    § φτάνει μόνο να θυμηθείς... — только бы тебе не забыть;

    δεν φτάν — ст, ότι... — мало того, что...;

    2. μετ.
    1) догонять; настигать; достигать; 2) перен. догнать (кого-л.); сравняться (с кем-л.); τον έφτασα στα μαθηματικά я его догнал по математике;

    καμμιά δεν [τη φτάνει στην ομορφιά — никто не может сравниться с ней красотой;

    έφτασε τη μάν[ν]α της στο μπόϊ ростом она догнала свою мать;
    3) доставать; φτάσε μου το βιβλίο από το απάνω ράφι достань мне книгу с верхней полки; 4) срывать, рвать, собирать (плоды с деревьев); § λέει ό, τι φτάσει он говорит всё, что придёт в голову; έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο дальше ехать некуда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φτάνω

  • 5 κόκκαλο(ν)

    τό
    1) кость; 2) косточка (в плодах); 3) рожок (для обуви); 4) πλ. трудности;

    αυτή η δουλειά έχει κόκκαλα — это дело очень трудное;

    § γερό κόκκαλο(ν) — крепыш, здоровяк;

    αφήνω τα κόκκαλα μου сложить кости, умирать, погибать;

    μένω κόκκαλο(ν) — онеметь, остолбенеть;

    έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο(ν) — больше терпеть нельзя;

    έμεινε πετσί και κόκκαλο(ν) — от него остались кожа да кости;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κόκκαλο(ν)

  • 6 κόκκαλο(ν)

    τό
    1) кость; 2) косточка (в плодах); 3) рожок (для обуви); 4) πλ. трудности;

    αυτή η δουλειά έχει κόκκαλα — это дело очень трудное;

    § γερό κόκκαλο(ν) — крепыш, здоровяк;

    αφήνω τα κόκκαλα μου сложить кости, умирать, погибать;

    μένω κόκκαλο(ν) — онеметь, остолбенеть;

    έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο(ν) — больше терпеть нельзя;

    έμεινε πετσί και κόκκαλο(ν) — от него остались кожа да кости;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κόκκαλο(ν)

См. также в других словарях:

  • μαχαίρι — το ιού 1. εργαλείο που αποτελείται από μια λαβή και μια μεταλλική λεπίδα και χρησιμεύει για κόψιμο. 2. χειρουργικό εργαλείο, το νυστέρι: Θέλει μαχαίρι το στομάχι (χρειάζεται εγχείρηση). 3. φρ., «Είναι στα μαχαίρια», υπάρχει μεγάλη έχθρα μεταξύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόκαλο — και κόκκαλο, το (Μ κόκκαλον) 1. οστό 2. φρ. «τρώγω κάποιον ώς το κόκαλο» εκμεταλλεύομαι κάποιον πάρα πολύ νεοελλ. 1. εργαλείο ή εξάρτημα κατασκευασμένο από οστό, όπως π.χ. το πλήκτρο τού πιάνου 2. μικρό εργαλείο από ξύλο, μέταλλο ή κόκαλο, με το… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»